- χάλκευμα
- χάλκ-ευμα, ατος, τό,A anything made of brass, e.g. an axe or sword, A.Ch.576.2 in pl., brazen bonds, Id.Pr.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χάλκευμα — το, ΝΑ [χαλκεύω] καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία αρχ. στον πληθ. τὰ χαλκεύματα δεσμά από χαλκό … Dictionary of Greek
χάλκευμα — το, ατος 1. χάλκωμα. 2. ψευδολογία, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκεύμασι — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύμασιν — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύματι — χάλκευμα anything made of brass neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύματος — χάλκευμα anything made of brass neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)